αγιόκλαδο

αγιόκλαδο
το
κλαδί φοίνικα, ελιάς ή βαγιού αγιασμένο στον ναό, που προσφέρεται στους πιστούς από τον ιερέα την Κυριακή τών Βαΐων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κλαδί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”